- πανδουριστής
- ὁ, Α [πανδουρίζω]μουσικός που παίζει την πανδούρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανδουρισταί — πανδουριστής three stringed lute masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδουριστῶν — πανδουριστής three stringed lute masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδουριστάς — πανδουριστά̱ς , πανδουριστής three stringed lute masc acc pl πανδουριστά̱ς , πανδουριστής three stringed lute masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδούρος — ὁ, Μ [πανδούρα] μουσικός που παίζει την πανδούρα, πανδουριστής … Dictionary of Greek